mishpocha
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- mishpocha < γίντις משפּחה (μισπόχχα) < εβραϊκή מִשְׁפָּחָה (μισπαχχά - οικογένεια)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mishpocha (en)
- εβραϊκή εκτεταμένη οικογένεια