misogyne

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mi.zɔ.ʒin/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
misogyne misogynes

misogyne (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

misogyne (fr)