może

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

może (pl) < γ' ενικό πρόσωπο του ρήματος móc (pl)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈmɔʒɛ/
 
ομόηχο: morze

Μόριο[επεξεργασία]

może (pl)

  • μπορεί, ίσως ('δίνει στη πρόταση υποθετικό ή δυνητικό χαρακτήρα)
    może jutro wpadnę na herbatę - μπορεί να (ή ίσως ή ίσως να) περάσω αύριο για τσάι
    zaczekajmy może jeszcze piętnaście minut - μπορούμε να περιμένουμε (ίσως να περιμέναμε) ακόμα δεκαπέντε λεπτά

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

może (pl)

  • γ' ενικό πρόσωπο του ρήματος móc (pl)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • być może: μπορεί, είναι δυνατόν, πιθανά