móc

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

móc < πρωτοσλαβική *moťi από προηγούμενα *mogti, *mogťi

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /muts/
 
 
 

Ρήμα[επεξεργασία]

móc (pl)

  1. μπορώ
    przepraszam, ale nie może pan tu wejść bo to zabronione - συγνώμη, αλλά δεν μπορείτε να μπείτε εδώ γιατί απαγορεύεται

Συγγενικά[επεξεργασία]