móc
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]móc < πρωτοσλαβική *moťi από προηγούμενα *mogti, *mogťi
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]móc (pl)
- μπορώ
- przepraszam, ale nie może pan tu wejść bo to zabronione - συγνώμη, αλλά δεν μπορείτε να μπείτε εδώ γιατί απαγορεύεται