możliwość

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική możliwość możliwości
γενική możliwości możliwości
δοτική możliwości możliwościom
αιτιατική możliwość możliwości
οργανική możliwością możliwościami
τοπική możliwości możliwościach
κλητική możliwości możliwości

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mɔʒˈlʲivɔɕʨ̑/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

możliwość (pl) θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]