mobilisé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mobilisé | mobilisés |
θηλυκό | mobilisée | mobilisées |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mobilisé (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mobilisé | mobilisés |
θηλυκό | mobilisée | mobilisées |
mobilisé (fr) αρσενικό