mobilité
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /mɔ.bi.li.te/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mobilité | mobilités |
mobilité (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
mobilité | mobilités |
mobilité (fr) θηλυκό