Μετάβαση στο περιεχόμενο

mobilité

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mɔ.bi.li.te/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mobilité mobilités

mobilité (fr) θηλυκό