modalité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
modalité modalités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

modalité (fr) θηλυκό

  1. ο τρόπος δράσης
  2. η τροπικότητα