Μετάβαση στο περιεχόμενο

molest

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας molest
γ΄ ενικό ενεστώτα molests
αόριστος molested
παθητική μετοχή molested
ενεργητική μετοχή molesting

molest (en)

  • κακοποιώ, ρίχνομαι, επιτίθεμαι σεξουαλικά σε κάποιον, ειδικά σε ένα παιδί
      He molested a little girl.
    Κακοποίησε ένα κοριτσάκι./Ρίχτηκε σε ένα κοριτσάκι.