molest

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

molest < από το λατ. molestare (προκαλώ φασαρία, ενοχλώ, αναστατώνω)

Ρήμα[επεξεργασία]

molest ‎(γ’ πρόσωπο ενικού ενεστώτα molests, ενεργητική μετοχή molesting, αόριστος και παθητική μετοχή molested)

  1. Ενοχλώ επίτηδες
  2. Διαταράσσω
  3. Καταχρώμαι σεξουαλικά, ειδικώτερα έναν ανήλικο.