molest
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | molest |
γ΄ ενικό ενεστώτα | molests |
αόριστος | molested |
παθητική μετοχή | molested |
ενεργητική μετοχή | molesting |
Ρήμα[επεξεργασία]
molest (en)
- κακοποιώ, ρίχνομαι, επιτίθεμαι σεξουαλικά σε κάποιον, ειδικά σε ένα παιδί
- ↪ He molested a little girl.
- Κακοποίησε ένα κοριτσάκι./Ρίχτηκε σε ένα κοριτσάκι.
- ↪ He molested a little girl.
Πηγές[επεξεργασία]
- molest - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 402, 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: κακοποιώ, ρίχνω