molest
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- molest < από το λατ. molestare (προκαλώ φασαρία, ενοχλώ, αναστατώνω)
Ρήμα[επεξεργασία]
molest (γ’ πρόσωπο ενικού ενεστώτα molests, ενεργητική μετοχή molesting, αόριστος και παθητική μετοχή molested)
- Ενοχλώ επίτηδες
- Διαταράσσω
- Καταχρώμαι σεξουαλικά, ειδικώτερα έναν ανήλικο.