molester
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- αυτός που παρενοχλεί σεξουαλικά
- child molester: παιδεραστής
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]molester (fr)