monger
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]monger (en) ενικός
mongers (en) πληθυντικός
- πλανοπώλης, γυρολόγος, πλανόδιος πωλητής
- (δευτερογενώς) ναρκοπώλης, ναρκωπώλης, χασισέμπορος, χασισέμπορας