monté
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | monté | montés |
θηλυκό | montée | montées |
Επίθετο
[επεξεργασία]monté (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | monté | montés |
θηλυκό | montée | montées |
monté (fr)