Μετάβαση στο περιεχόμενο

monument

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
monument monuments

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

monument (en)

  1. το μνημείο, κατασκευή προορισμένη να τιμά ή να θυμίζει ορισμένο πρόσωπο ή γεγονός
      a monument to those who died in war - μνημείο των πεσόντων
      a monument of marble - μνημείο από μάρμαρο
  2. το μνημείο, κάθε κτίριο που θεωρείται αξιόλογο από άποψη αρχαιολογική, ιστορική ή αισθητική
      The most important monument of the Acropolis is the Parthenon.
    Το σημαντικότερο μνημείο της Ακρόπολης είναι ο Παρθενώνας.
  3. το μνημείο, κάθε αξιόλογο ανθρώπινο δημιούργημα ή πράξη
      His work is a monument to scholarship.
    Το έργο του είναι μνημείο σοφίας.
      Hugo’s Les Miserables”, this monument of romantic fiction - οι «Άθλιοι» του Ουγκό, αυτό το μνημείο της ρομαντικής μυθιστοριογραφίας



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
monument monuments

monument (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]