monument
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
monument | monuments |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]monument (en)
- το μνημείο, κατασκευή προορισμένη να τιμά ή να θυμίζει ορισμένο πρόσωπο ή γεγονός
- ⮡ a monument to those who died in war - μνημείο των πεσόντων
- ⮡ a monument of marble - μνημείο από μάρμαρο
- το μνημείο, κάθε κτίριο που θεωρείται αξιόλογο από άποψη αρχαιολογική, ιστορική ή αισθητική
- ⮡ The most important monument of the Acropolis is the Parthenon.
- Το σημαντικότερο μνημείο της Ακρόπολης είναι ο Παρθενώνας.
- ⮡ The most important monument of the Acropolis is the Parthenon.
- το μνημείο, κάθε αξιόλογο ανθρώπινο δημιούργημα ή πράξη
- ⮡ His work is a monument to scholarship.
- Το έργο του είναι μνημείο σοφίας.
- ⮡ Hugo’s Les Miserables”, this monument of romantic fiction - οι «Άθλιοι» του Ουγκό, αυτό το μνημείο της ρομαντικής μυθιστοριογραφίας
- ⮡ His work is a monument to scholarship.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
monument | monuments |
monument (fr) αρσενικό
- το μνημείο