morsure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- morsure < mors
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
morsure | morsures |
morsure (fr) θηλυκό
- το δάγκωμα, η δαγκωματιά
- το τσούξιμο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη mordre