morsure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

morsure < mors

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
morsure morsures

morsure (fr) θηλυκό

  1. το δάγκωμα, η δαγκωματιά
  2. το τσούξιμο


Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  mordre