motoculture
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
motoculture | motocultures |
motoculture (fr) θηλυκό
- η χρήση μηχανών στην καλλιέργεια