Μετάβαση στο περιεχόμενο

mouette

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mwɛt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mouette mouettes

mouette (fr) θηλυκό