mulher a dias
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mulher a dias | mulheres a dias |
mulher a dias (pt) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mulher a dias | mulheres a dias |
mulher a dias (pt) θηλυκό