mull

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

mull (en)
συγγενές του mill

  1. κονιορτοποιώ
  2. mull, mull over: συλλογίζομαι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

(έχει διαφορετικό έτυμο)