mull
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]- κονιορτοποιώ
- mull, mull over: συλλογίζομαι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία](έχει διαφορετικό έτυμο)
- (σκωτικά αγγλικά) το ακρωτήριο, το ακρωτήρι
- Συνώνυμα: promontory