mutilator
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mutilator | mutilators |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mjuːtɪlˈeɪtə/ & /mjuːtɪlˈeɪtɚ/
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mutilator (en)