nécessité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
nécessité | nécessités |
nécessité (fr) θηλυκό
- η ανάγκη
- η αναγκαιότητα