négrier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
négrier | négriers |
négrier (fr) αρσενικό
- ο δουλέμπορος
- δουλεμπορικό πλοίο
ενικός | πληθυντικός |
négrier | négriers |
négrier (fr) αρσενικό