négrier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
négrier négriers

négrier (fr) αρσενικό

  1. ο δουλέμπορος
  2. δουλεμπορικό πλοίο