névrosé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | névrosé | névrosés |
θηλυκό | névrosée | névrosées |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
névrosé (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | névrosé | névrosés |
θηλυκό | névrosée | névrosées |
névrosé (fr) αρσενικό