nacré
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nacré | nacrés |
θηλυκό | nacrée | nacrées |
nacré (fr)
- (στη λογοτεχνία) φιλντισένιος
- Couleurs nacrées. Φιλντισένια χρώματα.
- Reflets nacrés. Φιλντισένιες ανταύγειες.