nageoire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- nageoire < nager
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
nageoire | nageoires |
nageoire (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
nageoire | nageoires |
nageoire (fr) θηλυκό