narghilé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
narghilé | narghilés |
narghilé (fr), narguilé αρσενικό
- ο ναργιλές
ενικός | πληθυντικός |
narghilé | narghilés |
narghilé (fr), narguilé αρσενικό