Μετάβαση στο περιεχόμενο

nasalisation

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
nasalisation nasalisations

nasalisation (fr) θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]