native wit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
native wit (en) χωρίς πληθυντικό
- η εκ φύσεως κοινή λογική ενός ανθρώπου
native wit (en) χωρίς πληθυντικό