Μετάβαση στο περιεχόμενο

natte

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: natté

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
natte nattes

natte (fr) θηλυκό

  1. η ψάθα
  2. η κοτσίδα, η πλεξούδα
     συνώνυμα: cadenette, macaron