neu

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

neu (de)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

neu

  • ελιά (κηλίδα του δέρματος)