neu

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 
 

Επίθετο[επεξεργασία]

neu (de)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]



Σαρδηνιακά (sc)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

neu

  • ελιά (κηλίδα του δέρματος)