newsroom

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
newsroom newsrooms

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

newsroom (en)

  • η σύνταξη, η αίθουσα σύνταξης
    The news is produced locally in the newsroom.
    Τα νέα παράγονται τοπικά στην αίθουσα σύνταξης.