next-door

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: next door

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

next-door < next + door

Επίθετο[επεξεργασία]

next-door (en) (χωρίς παραθετικά)

  • διπλανός, πλαϊνός, δίπλα, που είναι δίπλα σε άλλο δωμάτιο, σπίτι ή κτίριο, που μένει στο σπίτι που είναι δίπλα στο σπίτι μου
    all the next-door buildings - όλα τα διπλανά κτίρια
    our next-door neighbours - οι πλαϊνοί γείτονες μας
    the next-door building - το δίπλα κτίριο
    I will borrow it from the next-door neighbors.
    Θα το δανειστώ από τους δίπλα.

Πηγές[επεξεργασία]