next-door
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
next-door (en) (χωρίς παραθετικά)
- διπλανός, πλαϊνός, δίπλα, που είναι δίπλα σε άλλο δωμάτιο, σπίτι ή κτίριο, που μένει στο σπίτι που είναι δίπλα στο σπίτι μου
- ↪ all the next-door buildings - όλα τα διπλανά κτίρια
- ↪ our next-door neighbours - οι πλαϊνοί γείτονες μας
- ↪ the next-door building - το δίπλα κτίριο
- ↪ I will borrow it from the next-door neighbors.
- Θα το δανειστώ από τους δίπλα.
Πηγές[επεξεργασία]
- next-door (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 241. ISBN 9780194325684., λήμμα: διπλανός