next
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]next (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- (συνήθως με the) επόμενος, πλησιέστερος, διπλανός, που έρχεται μετά
- ↪ I get off at the next stop.
- Θα κατέβω στην επόμενη στάση.
- ↪ To be continued in the next episode.
- Η συνέχεια στο επόμενο επεισόδιο.
- ↪ When I got up the next day, I found that he had left.
- Όταν ξύπνησα την επομένη, διαπίστωσα ότι είχε φύγει.
- ↪ After we have finished with you, let the next one pass.
- Μ' εσένα τελειώσαμε· να περάσει ο επόμενος.
- ↪ He went on foot to the next town.
- Πήγε με τα πόδια ως την πλησιέστερη πόλη.
- ↪ He is in the next room.
- Είναι στο διπλανό δωμάτιο.
- ↪ I get off at the next stop.
- (χωρίς the) επόμενος, άλλος, το χρονικό διάστημα που αμέσως ακολουθεί
- ↪ My family will come next week.
- Η οικογένειά μου θα έρθει την επόμενη εβδομάδα.
- ↪ To be continued next time.
- Η συνέχεια στο επόμενο.
- ↪ next year - του χρόνου
- ↪ We will start next Friday.
- Θα ξεκινήσουμε την άλλη Παρασκευή.
- ↪ We will come next summer.
- Θα έρθουμε το άλλο καλοκαίρι.
- ↪ My family will come next week.
Επίρρημα
[επεξεργασία]next (en) (χωρίς παραθετικά)
- μετά, ύστερα, κατόπιν, αμέσως μετά, την επόμενη φορά
- ↪ What comes next in the program?
- Τι έρχεται μετά στο πρόγραμμα;
- ↪ What should we do next?
- Τι θα κάνουμε μετά;
- ↪ Next I went to the office.
- Μετά πήγα στο γραφείο.
- ↪ When I next saw her…
- Την επόμενη φορά που την είδα…
- ↪ What comes next in the program?
- η καλύτερη λύση απ' αυτό, που ακολουθεί με τη σειρά που αναφέρεται
- ↪ If we can’t find tickets for the theater, the next best thing is going to the zoo.
- Αν δεν βρούμε εισιτήρια για το θέατρο, η καλύτερη λύση είναι να πάμε στο ζωολογικό κήπο.
- ↪ If we can’t find tickets for the theater, the next best thing is going to the zoo.
- άλλο μετά, άλλο ακόμη, χρησιμοποιείται σε ερωτήσεις για να εκφράσει έκπληξη
- ↪ What next?
- Τι άλλο μετά;
- ↪ What will we see next?
- Τι άλλο θα δούμε ακόμη;
- ↪ What next?
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]next (en) (μόνο ενικός)
- (συνήθως the next) ο επόμενος, η επόμενη, ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα που έρχεται μετά
- ↪ He was the next to be failed, since he wasn’t studying.
- Ήταν επόμενο να απορριφθεί, αφού δε διάβαζε.
- ↪ He was the next to be failed, since he wasn’t studying.