niemieć
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
niemieć < πρωτοσλαβική nie miec (αυτός που δεν μιλά)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɲɛ̃mʲjɛ̇ʨ̑/
- ⓘ
Ρήμα[επεξεργασία]
niemieć (pl)