Μετάβαση στο περιεχόμενο

Niemiec

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Niemiec (pl) < (κληρονομημένο) πρωτοσλαβική *němьcь (ξένος, Γερμανός, κυριολεκτικά: αυτός που δεν μιλά). Μορφολογικά, niem + -iec [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɲɛ̃mʲjɛt͡s̑/
 

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Niemiec (pl) αρσενικό (θηλυκό Niemka)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Niemiec#Polish στο αγγλικό Βικιλεξικό



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Niemiec < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Niemiec αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Niemiec < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Niemiec αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023