Niemiec
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Niemiec (pl) < (κληρονομημένο) πρωτοσλαβική *němьcь (ξένος, Γερμανός, κυριολεκτικά: αυτός που δεν μιλά). Μορφολογικά, niem + -iec [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈɲɛ̃mʲjɛt͡s̑/
- ⓘ
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Niemiec (pl) αρσενικό (θηλυκό Niemka)
- (εθνικό όνομα) ο Γερμανός
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Niemiec#Polish στο αγγλικό Βικιλεξικό
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Niemiec < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Niemiec αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Niemiec < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Niemiec αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτοσλαβική (πολωνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοσλαβική (πολωνικά)
- Λέξεις με επίθημα -iec (πολωνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (πολωνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Κύρια ονόματα (πολωνικά)
- Εθνικά ονόματα (πολωνικά)
- Κλιτικοί τύποι κυρίων ονομάτων (πολωνικά)
- Κύρια ονόματα (σουηδικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (σουηδικά)
- Κύρια ονόματα (γερμανικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (γερμανικά)