βουβαίνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βουβαίνομαι < παθητική φωνή του ρήματος βουβαίνω
Ρήμα[επεξεργασία]
βουβαίνομαι, πρτ.: βουβαινόμουν, στ.μέλλ.: θα βουβαθώ, αόρ.: βουβάθηκα, μτχ.π.π.: βουβαμένος
- χάνω την ικανότητα της ομιλίας, γίνομαι βουβός
- σωπαίνω, παύω να μιλώ, πχ από αμηχανία, συγκίνηση κ.λπ.