Μετάβαση στο περιεχόμενο

no way

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
no way <  δείτε τις λέξεις no και way

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

no way (en)

Έκφραση

[επεξεργασία]

no way (en)

  • (ιδιωματισμός, ανεπίσημο) αποκλείεται να
      There’s no way/In no way/No way am I working together with them!
    Αποκλείεται να συνεργαστώ μαζί τους!
      There’s no way I’m accepting his proposals.
    Αποκλείεται να δεχτώ τις προτάσεις του.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]