no wonder
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
no wonder (en)
- (ιδιωματισμός) δεν έχω απορία, δεν προκαλεί έκπληξη
- ↪ (It’s) no wonder!
- Δεν είναι απορίας άξιο!
- ↪ No wonder (that) he failed.
- Δεν είναι ν' απορεί κανείς (=είναι φυσικό) ότι απέτυχε.
- ↪ (It’s) no wonder!