non-aligné
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | non-aligné | non-alignés |
θηλυκό | non-alignée | non-alignées |
non-aligné (fr)
- (πολιτική) που δεν δεσμεύεται με σύμφωνα
- les pays non-alignés, οι αδέσμευτες χώρες
- politique non-alignée, αδέσμευτη πολιτική
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
non-aligné | non-alignés |
non-aligné (fr) αρσενικό
- les non-alignés, οι αδέσμευτοι