non-prolifération
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
non-prolifération | non-proliférations |
non-prolifération (fr) θηλυκό
- (πολιτική) ο περιορισμός μιας ποσότητας (λέγεται για τα πυρηνικά όπλα)