none other than
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
none other than (en)
- (ιδιωματισμός) ο ίδιος, χρησιμοποιείται για να τονίσει ποιος ή τι είναι κάποιος ή κάτι, όταν αυτό προκαλεί έκπληξη
- ↪ It was none other than my brother.
- Ήταν ο ίδιος ο αδελφός μου.
- ↪ It was none other than my brother.