nonno
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
nonno | nonni |
nonno (it) αρσενικό
- ο παππούς
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
nonno | nonni |
nonno (it) αρσενικό