nouvelliste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
nouvelliste | nouvellistes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
nouvelliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
nouvelliste | nouvellistes |
nouvelliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό