Μετάβαση στο περιεχόμενο

numérateur

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
numérateur numérateurs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

numérateur (fr) αρσενικό

  1. (μαθηματικά) ο αριθμητής ενός κλάσματος
     αντώνυμα: dénominateur