numérateur
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
numérateur | numérateurs |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]numérateur (fr) αρσενικό
- (μαθηματικά) ο αριθμητής ενός κλάσματος
ενικός | πληθυντικός |
numérateur | numérateurs |
numérateur (fr) αρσενικό