observance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

observance (en)

  • (μη μετρήσιμο, ενικός) η τήρηση, η ενέργεια του τηρώ
    ⮡  Justice is vigilant for the observance of laws and the protection of institutions.
    Η δικαιοσύνη αγρυπνά για την τήρηση των νόμων και την προστασία των θεσμών.



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
observance < λατινική observantia

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

observance (fr) θηλυκό