observance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]observance (en)
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η τήρηση, η ενέργεια του τηρώ
- ⮡ Justice is vigilant for the observance of laws and the protection of institutions.
- Η δικαιοσύνη αγρυπνά για την τήρηση των νόμων και την προστασία των θεσμών.
- ⮡ Justice is vigilant for the observance of laws and the protection of institutions.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- observance < λατινική observantia
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]observance (fr) θηλυκό
- η τήρηση