obsessionnel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- obsessionnel < obsession
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | obsessionnel | obsessionnels |
θηλυκό | obsessionnelle | obsessionnelles |
obsessionnel (fr)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- trouble obsessionnel compulsif, TOC