ochlocratie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɔ.klɔ.kʁa.si/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ochlocratie | ochlocraties |
ochlocratie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
ochlocratie | ochlocraties |
ochlocratie (fr) θηλυκό