odontographique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔ.dɔ̃.tɔ.ɡʁa.fik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
odontographique odontographiques

odontographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό