offence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

offence (en) και offense (ΗΠΑ)

  1. η επίθεση
  2. η προσβολή (σε κάποιες περιπτώσεις μεταφράζουμε επιθετική στάση για να μην προκύψει νοηματική σύγχυση)
  3. η επιθετική στάση