offense
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
offense | offenses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
offense (en) (αμερικανική γραφή)
- η προσβολή
- (αθλητισμός) η επίθεση
- ↪ Our offense isn’t good, coach.
- Η επίθεσή μας δεν είναι καλή, προπονητή.
- ↪ Our offense isn’t good, coach.
[επεξεργασία]
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
offense | offenses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
offense (fr) θηλυκό
- η προσβολή