offing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɒfɪŋ/ & /ˈɔfɪŋ/
ΔΦΑ : /ˈɑfɪŋ/

Ετυμολογία [επεξεργασία]

offing < off + ing

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

offing (en)

  • η περιοχή της θάλασσας κοντά στον ορίζοντα (σχετική τοποθεσία αναλόγως της θέσης παρατήρησης)
    • απόμακρο θαλάσσιο κομμάτι-τμήμα-περιοχή σε θέα